Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Καλό ταξίδι, φίλε μου

(Στη μνήμη του φίλου μου,Νίκου Δήμου)

Ήταν Πέμπτη απόγευμα και το σχολειό σχολάει.
Γυρίζει το κεφάλι του τον Κόζιακα κοιτάει.
Τον τόπο του έχει στο μυαλό, ετοιμάζεται να  πάει.
Στη Διάβα  την  πανέμορφη ,που πάντα αποζητάει.
Πάει βρίσκει τους γέρους του, όπως το συνηθίζει.
Πιάνεται με μικροδουλειές και όλες τις φροντίζει
Μα η μέρα φεύγει γρήγορα, το φέγγος λιγοστεύει
κι αυτός είναι σαν το πουλί π’ όλο μεταναστεύει.
Περνά ξανά από τους γονείς, τους αποχαιρετάει.
Επιστροφή στα Τρίκαλα, στο σπίτι του γυρνάει.
Όμως θέλεις η κούραση, θες η πολλή η σκέψη
Του βάρυναν πολύ το  νου κι είπε να γαληνέψει.
Στην κλίνη του έγειρε απαλά, τα μάτια του τα κλείνει.
Να έρθει ο ύπνος να τον βρει κι ως το πρωί να μείνει.

Μα ήρθε ύπνος ύπουλος, μα ήρθε ύπνος ψεύτης.
Πέρασε από τα βλέφαρα, όπως περνάει ο κλέφτης.
Δίπλα απ’ το προσκεφάλι του πήρε μορφή κι εστάθη,
κι  αρχίσανε συζήτηση στου ύπνου του τα βάθη.

-Ποιος είσαι εσύ, του ψέλλισε. Πώς διάβηκες τη θύρα;
Αφού διπλομαντάλωσα και τα κλειδιά τα πήρα.

-Κάποιοι με λεν αρχάγγελο, κάποιοι με λένε χάρο.
Όποτε έρχομαι στη Γη, έρχομαι για να πάρω.

-Χρήματα ,Χάρε, δε θα βρεις , αν ήρθες για να κλέψεις
Μα έχω τραγούδια  μπόλικα. Να πάρεις όσα αντέξεις.
Έχω και στίχους έτοιμους και ποιήματα γραμμένα.
Άνοιξε το συρτάρι μου. Κει τα ‘χω φυλαγμένα.

-Δάσκαλε και  τραγουδιστή, τα ξέρω αυτά που είπες.
Οι στίχοι στα τραγούδια σου ,πολύχρωμες τουλίπες.
Σ’ άκουσα να τους τραγουδάς σε φίλους και παρέες
Και να σκορπίζεις γύρω σου γλυκές στιγμές  κι ωραίες.

-Στάσου λοιπόν να σηκωθώ, να πάρω να σου παίξω
Κάποιο απ’ τα  τραγούδι μου αν είναι να μισέψω.
Ξέρω  τραγούδια για χαρές ,  για πηγαιμούς στα ξένα.
Έχω και τα οργανάκια μου έτοιμα ,κουρδισμένα.
Κάτσε κοντά μου αρχάγγελε. Δίπλωσε τις φτερούγες.
Να στείλω τα τραγούδια μου στων φίλων μου τις ρούγες.
Να  τραγουδήσω, Χάροντα , κάποιο για την κυρά μου
Κι ένα  τραγούδι , το στερνό, να πω για τα παιδιά μου.

-Στην  τελευταία νύχτα σου, δε σου χαλώ  χατίρι.
Θα κάτσω εδώ δίπλα σου μ’ ένα αδειανό ποτήρι.
Σταγόνες τα τραγούδια σου, όσα θα τραγουδήσεις.
Να πέφτουν στο ποτήρι μου ως να τ’  απογεμίσεις.
Μα πρόσεξε ως το πρωί και πριν να ξημερώσει,
ετούτο το χατίρι μου  θα πρέπει να τελειώσει.
Μα αν το γεμίσεις πιο νωρίς, εμείς ευθύς κινάμε,
Σ’ ένα ταξίδι αλαργινό, που έχουμε  να πάμε.
Και  μην τρομάξεις, μη σταθείς, πίσω να μην κοιτάξεις
Στο πρώτο φτεροκόπημα μαζί μου σαν πετάξεις.
Κλείσε τα αυτιά σου στις φωνές στα μοιρολόγια επίσης.
Σ’ αγαπημένων κάλεσμα να μη λιποψυχήσεις.

Συμφώνησαν  και κάθισαν στο κοντινό  τραπέζι.
Με το ποτήρι αδειανό στου τραπεζιού τη μέση.

Επήρε την κιθάρα του ,είπε μ’ αυτή  ν’ αρχίσει.
Κι είπε τραγούδια  αμέτρητα για όλη του τη ζήση.
Έπειτα με τον ταμπουρά  τραγούδησε  κομμάτια,
που φέρνουν τρέμουλο ψυχής και δάκρυα στα μάτια.
Ύστερα  με το ντέφι του και τη φωνή του μόνο,
τραγούδησε στο Χάροντα τη φτώχεια και τον πόνο.
Τραγούδησε της  Δέσποινας, μετά για τα παιδιά του.
Τραγούδησε  για τις χαρές και για τα βάσανά του.

Κάθε τραγούδι κι από  μια σταγόνα στο ποτήρι.
Κάθε τραγούδι κι  έκλεβε χρόνο απ’ το χατίρι.

Τέλος παίρνει τον μπαγλαμά. Είπε  μ’ αυτόν να κλείσει.
Τα πιο γνωστά  ρεμπέτικα μ’ αυτόν να τραγουδήσει.
Πέρασαν ώρες αρκετές, χωρίς να το προσέξει,
Μ’ αργούσε ακόμα ευτυχώς η μέρα για να φέξει.
Κι εκεί που τα ερμήνευε κι εκεί που τραγουδούσε,
Πρόσεξε του αρχάγγελου το δάκρυ που κυλούσε.

-Αρχάγγελε τον ρώτησε. Γιατί κυλάει το δάκρυ;

Του 'δειξε το ποτήρι του .Γεμάτο απ’ άκρη σ’ άκρη.

Κι αφού ο χρόνος τέλειωσε ,κινήσανε σα φίλοι.
Όπως τα συμφωνήσανε. Σε  μακρινό ταξίδι.


Καλό ταξίδι, φίλε μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου