Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

Αναδρομή

Πάνε πια χρόνια.
Η σκέψη σου πέταξε πίσω.
Στην παγωμένη άσφαλτο της πόλης.
Στην ομίχλη των δακρυγόνων.
Οι φωνές ξανάσχισαν το είναι σου.
Ο αγώνας ξαναμπήκε στην ανάσα σου.
Ταξίδεψε μέσα σου, θέριεψε.
Μισόκλεισες τα μάτια σου.
Να!τις αφίσες κρατάς.
Χέρι χέρι τις δίνεις, μιλάς.
Τη γροθιά σου υψώνεις, φωνάζεις.
Προχωρείς,προχωρείς.
Στον αγώνα μπροστάρης.
Κλαις;Όχι.Τα δακρυγόνα...
Οι σφαίρες, τα γκλομπς.
Οι σιδερόφραχτες κλούβες τριγύρω.
Όλα αυτά παιχνιδάκι για σένα.
Στον αγώνα μπροστά, παιχνιδάκι.
Η νύχτα μυρίζει λυτρωμό.
Η φωνή δίκιο γυρεύει.
Ο φόβος το θάρρος ζηλεύει.
Η μάνα καμαρώνει τη φύτρα της.
Η Ελλάδα καμαρώνει τα παιδιά της.
Σαν όλους κρεμάστηκες στα κάγκελα.
Τα χέρια χωνί.Η φωνή σου μαχαίρι.
Κοιτάζεις το πλήθος,την Ελλάδα κοιτάς.
Μεθάς στην ιδέα, στο αύριο μεθάς.
Όταν λεύτερος θα 'σαι, αυτός οπού είσαι.
Σου δίνουν να φας,Δεν πεινάς.
Χορταίνεις με την προσδοκία.
Αγωνιάς, φωνάζεις, βιάζεσαι.
Αχ πατρίδα,πατρίδα μου.
Και ξάφνου, να!
Έρχονται ύπουλα.Σκιές πλησιάζουν.
Περιζώνουν το άβατο,κρύβονται.
Καθένας τους κι ένας Ιούδας.
Στα χέρια τους όπλα.
Στα μάτια τους τίποτε.
Ξοπίσω τους άλλοι.
Μια ησυχία απλώθηκε τότε.
Θυμάσαι;
Για λίγο,μόνο για λίγο.
Ύστερα το φοβερό μούγκρισμα της μηχανής.
Το τραγούδι της ερπύστριας, που έφθανε.
Η φωνή του αξιωματικού, που ούρλιαζε.
Η βουή του κόσμου, που έτρεχε.
Οι κλαγές των όπλων, που έριχναν.
Ο γδούπος των κορμιών, που έπεφταν.
Το αγκάλιασμα του τανκ και της πόρτας.
Το άρπαγμα της ζωής απ' το θάνατο.
Το παράλογο που βίαζε τη λογική.
Κι εσύ,θυμάσαι;
Πίσω απ΄την τσακισμένη πόρτα.
Άρπαξες την ελπίδα απ' το χέρι.
Έφυγες όπως κι οι άλλοι.
Πάνε πια χρόνια.
Μα δεν ξεχνάς.Δεν μπορείς να ξεχνάς.
Ακουμπάς τα λουλούδια.
Εκεί.Δίπλα στη θύμηση.
Φεύγεις!
Το Πολυτεχνείο αλαργεύει ξοπίσω σου.

Θήβα (1980-1987)
(Το ποίημα περιλαμβάνεται στην ανθολογία ομιλιών,ποιημάτων και τραγουδιών του Δημ.Λιάρου)

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Η πόρτα

Σαν έπεσε η πόρτα
αργός, μακρύς, ατέλειωτος
ακούστηκε ο κρότος.
Ατέλειωτος ν' αναθυμάει
γενιά γενιά για 'κείνο.
Εκείνη δεν ήταν πόρτα.
Γίγαντας ήταν που 'πεσε
και πλάκωσε για πάντα
το φόβο και τη δούλωση
τη βία του δυνάστη.
Κι εκεί ακριβώς οπού 'πεσε,
στην τσιμεντένια αυλή,
φύτρωσε το αιώνιο
της λευτεριάς δεντρί.

Θήβα  (1980-1987 )
(Το ποίημα περιλαμβάνεται στην ανθολογία ομιλιών ποιημάτων και τραγουδιών του Δημ.Λιάρου)