Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Όλα σε θυμίζουν



ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΟΣ
Πρώτο μέρος

Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο. Καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο. Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε ζωή. Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει η επιστροφή. Ταυτόχρονα με το ξεκίνημα κι ο γυρισμός. Κάθε στιγμή πεθαίνουμε.

Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν. Σκοπός της ζωής ο θάνατος .
Μα ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάνουμε την ύλη ζωή. Κάθε στιγμή γεννιούμαστε.
Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν. Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.
                                                                                          Νίκος καζαντζάκης  (Ασκητική-πρόλογος)
Σεπτέμβρης 1982 Άγιος Δημήτριος Βοιωτίας
Ο νεαρός άντρας  με τον παλιό λευκό σκαραβαίο φτάνει την πλατεία του χωριού. Δίπλα του η σύντροφος της ζωής του με το νεογέννητο γιο τους στην αγκαλιά. Κατεβαίνουν. Νίκος  Δήμος, συστήνεται στους πρώτους που πλησιάζουν. Διορίστηκα δάσκαλος εδώ. Σύστησε και τη γυναίκα του, Δέσποινα Παπαδοπούλου, δασκάλα κι αυτή, αλλά ως τότε αδιόριστη, και το νεογέννητο γιο τους που θα τον βάφτιζαν Δημήτρη. Σκοπεύουμε να εγκατασταθούμε στο χωριό, είπε. Το κατάλυμα βρέθηκε γρήγορα. Η μικρή οικογένεια τακτοποιήθηκε. Η σχολική χρονιά ξεκίνησε. Η ζωή τράβηξε το δρόμο της.

‘’Χωρίς μάταιες ανταρσίες να δεις και να δεχτείς τα σύνορα του ανθρώπινου νου, και μέσα στ’ αυστηρά τούτα σύνορα αδιαμαρτύρητα, ακατάπαυστα να δουλεύεις- να πιο είναι το πρώτο σου χρέος.
‘’Με αντρεία και σκληρότητα στερέωσε πάνω στο σαλευόμενο χάος, το καταστρόγγυλο, το καταφώτιστο αλώνι του νου, για να αλωνίσεις, να λιχνίσεις σα νοικοκύρης τα σύμπαντα.’’
                                                                                           Νίκος Καζαντζάκης(Ασκητική-Πρώτο χρέος)
Δεν ξέρω αν ο Νίκος Δήμος είχε διαβάσει  την ασκητική του Καζαντζάκη, αν ο συγγραφέας τον είχε επηρεάσει με τις ιδέες του, αν τον είχε μπολιάσει μ’ αυτές, αλλά ζούσε και ενεργούσε σύμφωνα με αρχές και αξίες,  που ξεδιπλώνονται σε πολλές από τις σελίδες του βιβλίου αυτού.
Σύγχρονος εργάτης του νου, γεμάτος όνειρα και ευαισθησίες, που ολημερίς αγωνιζόταν να ισοζυγιάζει τη δύναμη με την επιθυμία, για να καρπίσει η ευλογημένη προσπάθεια, να φανεί το αποτέλεσμα, να γαληνέψει ο νους στη σκέψη πως το χρέος εκπληρώθηκε.
Ίδιος αγώνας και την άλλη χρονιά, που μετατέθηκε στα Βάγια Βοιωτίας. Αλλά με μια καθοριστική διαφορά πια. Τώρα στον εργασιακό του χώρο έχει δίπλα του και τη σύντροφο της ζωής του, τη Δέσποινα, διορισμένη δασκάλα πλέον.
Διαμένουν στη Θήβα και πηγαινοέρχονται καθημερινά στο δρόμο του καθήκοντος, υφαίνοντας στον αργαλειό του εκπαιδευτικού χρέους, το πολύτιμο έργο τους. Κι όπως είναι φυσικό, το έργο δημιουργεί φήμη. Κι όπως όλοι ξέρουμε, η φήμη και προηγείται και ακολουθεί τα πρόσωπα.
Κάπως έτσι, εξ’ αποστάσεως, γνώρισα  τον Τρικαλινό  συνάδελφο και μετέπειτα φίλο μου, Νίκο Δήμο.
Ασχολούμενος με τα του Συλλόγου Δασκάλων και Νηπιαγωγών Θήβας από καιρό, αλλά διαμένοντας εκτός Θηβών, άκουσα αρχικά για το ζευγάρι εκπ/κών στα Βάγια που πέρα απ’ τα τυπικά προσόντα του εκπ/κού είναι γεμάτοι και με καλλιτεχνικές ευαισθησίες.
Ο Νίκος μέσα απ’ τα προγράμματα της ΝΕΛΕ  Βοιωτίας, παρέδιδε ήδη μαθήματα κιθάρας στα Βάγια και παράλληλα πλαισίωνε κάθε τοπική πολιτιστική δράση, ιδιαίτερα δε όταν αυτή περιελάμβανε και μουσικές εκδηλώσεις.
Το ίδιο και στη Θήβα. Συμμετέχοντας ενεργά σε εκδηλώσεις του πολιτιστικού οργανισμού του Δήμου Θηβών, έκανε αισθητή αμέσως την παρουσία του στην πόλη και όπως ήταν φυσικό και μεταξύ των συναδέλφων εκπ/κών, ιδιαιτέρως των Τρικαλινών, με τους οποίους  και συναναστρεφόταν  πιο συχνά στα γνωστά και λιγοστά στέκια της μικρής πόλης.
Κατά μία ευτυχή συγκυρία, εκείνο τον καιρό η Τρικαλινή εκπαιδευτική παροικία ανθούσε στη Θήβα. Κι επειδή εκεί ο Σύλλογος Εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας λειτουργούσε, σαν μια μεγάλη δημιουργική αγκαλιά, κάθε εκπ/κός προσέφερε και δρούσε, όπου μπορούσε. Τους Τρικαλινούς και τις Τρικαλινές  συναδέλφους του συναντούσες παντού. Άλλους στην εφημερίδα ‘’Δασκαλική πνοή’’, άλλους στο περιοδικό’’Χελιδόνια’’ και άλλους να πλαισιώνουν είτε την καλλιτεχνική, είτε τη λογοτεχνική, είτε την αθλητική ομάδα ποδοσφαίρου.
Ο  Νίκος ήταν πάντα εκεί. Άλλοτε συμμετέχοντας, άλλοτε βοηθώντας, άλλοτε προγραμματίζοντας. Ήταν πάντα εκεί, δίπλα τους, με έκδηλη κάθε φορά την αίσθηση προσφοράς, που τον χαρακτήριζε.
Το Νίκο και τη Δέσποινα τους γνώρισα καλά, το1984, με τη μετάθεση και εγκατάστασή μου στην πόλη των Θηβών.
Τότε άνθισε και η φιλία μας,τόσο σε προσωπικό, όσο και οικογενειακό επίπεδο.
Αυτή η φιλία είναι που μου δίνει σήμερα τη δύναμη να αναφερθώ με τούτα τα λίγα λόγια στη μνήμη του.
Τα επόμενα δύο χρόνια κύλησαν ήσυχα και όμορφα για όλους μας. Μα για το Νίκο και τη Δέσποινα, το 1986, ήταν μια ιδιαίτερη χρονιά. Ήταν η χρονιά που ήρθε στον κόσμο και η κόρη τους, η Μίνα. Η οικογένεια μεγάλωσε, ολοκληρώθηκε και φυσικά επαναπροσδιόρισε τους στόχους της για το μέλλον.

Δεύτερο μέρος
‘’Δε δέχομαι τα σύνορα, δε με χωρούν τα φαινόμενα, πνίγουμαι! Την αγωνία τούτη βαθιά, αιματερά να τη ζήσεις, είναι το δεύτερο χρέος.
                                                                                             Νίκος Καζαντζάκης (Ασκητική –Δεύτερο χρέος)
Σεπτέμβριος του 1986
Είχαμε κουβεντιάσει πριν καιρό για τα σχολεία του εξωτερικού και για τον τρόπο αποσπάσεως σ’ αυτά. Ήξερε  ότι το θέμα μ’ απασχολούσε και πως σκεφτόμουν σοβαρά  την απόσπασή  σε σχολεία της Δυτ. Γερμανίας. Από τον τρόπο που ρωτούσε και γνωρίζοντας ήδη καλά τον τρόπο σκέψης του, τον ανυπότακτο  χαρακτήρα του, την πνιγηρή αίσθηση που του δημιουργούσαν τα κάθε είδους στενά όρια, διαισθανόμουν ότι το θέμα πολύ σύντομα θα απασχολούσε και τον ίδιο.
Ήμουν απογευματινός εκείνη τη μέρα, που ήρθε να μου ανακοινώσει το νέο.
Μέσα κι εμείς, μου είπε, μετά τη σύντομη, προοιμιακή περί της δουλειάς μας κουβέντα.Το συζητήσαμε με τη Δέσποινα το θέμα της απόσπασης στο εξωτερικό και είπαμε να τολμήσουμε. Τι λες;
Χαμογέλασα. Δεν ξέρω γιατί, μα την ήθελε τη γνώμη μου, την άκουγε, τη μετρούσε.
Καλή η απόφαση, φίλε, του είπα. Μακάρι να γίνει και καλοτάξιδη. Εξάλλου τι μετανάστες εσωτερικού, τι μετανάστες εξωτερικού. Συμφωνείς;
Έφυγε γελώντας. Το χαρακτηριστικό, αβίαστο και βαρύ περπάτημα  που συνήθως τον συνόδευε, είχε γίνει τώρα πιο ανάλαφρο, πιο χαρούμενο, πιο γρήγορο.
Σε λίγες μέρες, με την επιλογή ενός καλού φροντιστή γερμανικών, ξεκίνησε το κυνήγι του ονείρου. Χωριστήκαμε σε δύο γκρουπ. Ο Νίκος και η Δέσποινα στο ένα, εγώ με τη γυναίκα μου στο άλλο. Παράξενο, αλλά έτσι λειτουργούσε η φιλία μας. Και μαζί και δίπλα. Έτσι που να μη ‘‘βαραίνει’’ποτέ, μα και ποτέ λειψή να μην τη νιώθεις.
Την Άνοιξη του 1987 γίνονται οι εξετάσεις απ’ το Goethe Institute στην Αθήνα. Τον Ιούλιο, επιτυχόντες πια, παρακολουθήσαμε τα σχετικά σεμινάρια. Τον Αύγουστο στα σχολεία της Γερμανίας. Στο Βέζελ της Δυτ. Γερμανίας ο Νίκος, στο Δυτ. Βερολίνο της Ανατ. Γερμανίας εγώ. Μετά από κάμποσο καιρό  και αφού διευθετήθηκαν τα της εγκατάστασης, επικοινωνήσαμε.
Η πρώτη χρονιά, ως χρονιά προσαρμογής, κύλησε σχετικά γρήγορα.
Την επόμενη χρονιά μετατέθηκε από το Βέζελ στο Μπίλεφελντ.
Οργάνωσε γρήγορα κι εκεί τη ζωή του και δεν άργησε να την εντάξει στους ρυθμούς και τις ανάγκες της ελληνικής κοινότητας της πόλης. Τα αγαπημένα του οργανάκια, η κιθάρα και ο μπαγλαμάς, συχνά πυκνά συνόδευαν τόσο τις παρεΐστικες εξόδους, όσο και τις επίσημες σχολικές γιορτές, τις οποίες διάνθιζε πάντοτε με το ταλέντο του, τόσο στη μουσική επένδυση, όσο και στο τραγούδι. Προικισμένος  με τα χαρίσματα της  μουσικής, μπορούσε να σε ταξιδεύει μέσα απ’ τα μονοπάτια των χορδών, στα  μονοπάτια της ζωής με περισσή άνεση. Περήφανος, καθώς ήταν, για τους Τρικαλινούς δημιουργούς, Τσιτσάνη, Καλδάρα, Βίρβο, Σαμολαδά, τους αφιέρωνε πάντα το μεγαλύτερο τμήμα του ρεπερτορίου του. Κάθε φορά που έπαιζε, το ξενιτεμένο ακροατήριο ταξίδευε σε πελάγη συγκίνησης, αναπόλησης και νοσταλγίας.
Και κάπως έτσι, ανάμεσα στη δουλειά και στην καθημερινότητα, κυλούσε ο χρόνος κι η ζωή.
Με την  πρώτη ευκαιρία μας επισκέφτηκαν στο Βερολίνο. Έφτασαν οδικώς.
Αν και από τηλεφώνου είχαμε μιλήσει αρκετά για τη μοιρασμένη πόλη, στο Νίκο, έκανε ιδιαίτερη εντύπωση το τείχος του Βερολίνου. Αδυνατούσε να κατανοήσει τον τρόπο λειτουργίας του, το πώς εγκλώβιζε τη μισή πόλη στην αγκαλιά της άλλης μισής και το πόσο γρήγορα και παράξενα  μπορούσε, απ’τη μια στιγμή στην άλλη, να μετατρέψει την αίσθηση ελευθερίας σε αίσθηση πολιορκίας.
Ένιωσα να πληγώνεται κάτι μέσα του. Κάτι που είχε να κάνει με τις αρχέγονα δομημένες ιδέες  ελευθερίας στο είναι του.
Είναι μια ιδιόμορφη κατάσταση το τείχος, τον πρόλαβα, νιώθοντας ότι θα με ρωτούσε ξανά σχετικά, καθώς περπατούσαμε, κατά μήκος του. Το ίδιο και η ζωή εδώ. Όσο πιο γρήγορα βρεις και εστιάσεις στο κομμάτι της ελευθερίας, που περικλείει, τόσο το καλύτερο. Προσαρμόζεσαι σύντομα, σκέφτεσαι ελεύθερα, δημιουργείς ελεύθερα και προχωράς αισιόδοξα. Εντάξει;
Δε φάνηκε να τον έπεισα,αλλά συγκατένευσε ευγενικά.
Τις μέρες που έμειναν, περάσαμε καλά. Επισκέψεις σε αξιοθέατα και μουσεία, βόλτες στην πόλη, φωτογραφίες και στιγμές. Όμορφες, οικογενειακές και φιλικές στιγμές που θα τις είχαμε γι’αργότερα, σαν πέρναγαν τα χρόνια, να κάνουν υπέροχες τις αναμνήσεις μας.
Την επόμενη χρονιά, τους επισκεφθήκαμε στο Μπίλεφελντ. Μας έκαναν καλό αυτά  τα ανταμώματα στην ξενιτειά. Γεμίζαμε τις φαρέτρες της ψυχής μας, με σαΐτες αντοχής, για να ‘χουμε να σαϊτέψουμε τη μοναξιά μας, που σα μανιασμένο θηρίο γυρόφερνε να μας κατασπαράξει, κάθε φορά που αφήναμε το νου μας να ταξιδέψει στα μονοπάτια της νοσταλγίας. Κάθε φορά που μας ένιωθε ευάλωτους.
Τα καλοκαίρια, σήμαιναν επιστροφή στην Ελλάδα. Όσο κρατούσαν οι διακοπές, φροντίζαμε να αναπληρώνουμε το κενό  που δημιουργούσε η απουσία μας στις πατρικές μας οικογένειες .
Στην περίπτωση του Νίκου, αυτή η ανάγκη γινόταν ακόμα πιο επιτακτική, ακόμα  πιο έντονη, μιας και ήταν το μοναδικό παιδί της οικογένειας.
Ήταν αδιανόητο γι’ αυτόν,  να μην περάσει το μέγιστο των διακοπών στην αγαπημένη του Διάβα. Να μην αφεθεί στη σκιά των αιωνόβιων πλατανιών της, στο δροσερό κελάρυσμα των γάργαρων νερών της, στη ζωογόνο γαλήνη του πανέμορφου και καταπράσινου τοπίου της. Να  μην οδηγήσει τα βήματά του, ξανά και ξανά, στα στενά της δρομάκια και στα μονοπάτια των παιδικών και εφηβικών του αναμνήσεων.
Κι ύστερα αφού καταλάγιαζαν τα μέσα του κι αφού χόρταιναν κάπως κι οι γονείς, την ολιγοήμερη παρουσία του γιου και της οικογένειάς του, έφτανε πάλι η ώρα του αποχωρισμού.
Η ρότα γνωστή και βόρεια.

Το 1991-1992, ο Νίκος και η οικογένειά του, ήρθαν ξανά στο Βερολίνο. Ήταν η τελευταία χρονιά απόσπασης στο εξωτερικό. Το τείχος δεν υπήρχε πια. Η πόλη, πρωτεύουσα πλέον της ενοποιημένης Γερμανίας, είχε καταστεί πόλος έλξης για κάθε επισκέπτη.
Σ’ εκείνη την επίσκεψη, ο περισσότερος χρόνος της κουβέντας μας, αφιερώθηκε στα της επιστροφής μας στην πατρίδα και διαπιστώσαμε:
 ‘’πόσο πολύ μικρός είναι ο καιρός, πόσο πολύ στενός είναι κι ο τόπος τούτος, πόσο πολύ κοινός είναι ο ρυθμός της ζωής, που πια ούτε καιρό, ούτε τόπο είχαμε και πάλι να χορέψουμε, αφού ξανά πολύ βιαζόμαστε ‘’, κατά τον Καζαντζάκη, πάλι.

Τρίτο μέρος
‘’Νίκησε το στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα. Τούτο είναι το τρίτο χρέος.’’
‘’Ρέει η καρδιά μου. Δε ζητώ την αρχή και το τέλος του κόσμου. Ακολουθώ το φοβερό ρυθμό του και πάω.’’
‘’Πού πάμε; Μη ρωτάς! Ανέβαινε, κατέβαινε. Δεν υπάρχει αρχή. Δεν υπάρχει τέλος. Υπάρχει η τωρινή τούτη στιγμή, γιομάτη πίκρα, γιομάτη γλύκα, και τη χαίρουμαι όλη.’’
        Ν.Καζαντζάκης (Ασκητική - Τρίτο χρέος)

Το καλοκαίρι του 1992 σημαίνει την οριστική επιστροφή στην Ελλάδα. Ο Νίκος με τη Δέσποινα επιστρέφουν και εργάζονται μέχρι το 1994 στην Πτολεμαΐδα, γενέτειρα πόλη της Δέσποινας, μιας που τα μόρια μετάθεσής τους δεν επαρκούσαν για τα Τρίκαλα. Κατόπιν μετατίθενται στο Ν. Τρικάλων και εγκαθίστανται  οριστικά στα Τρίκαλα.
 Στο μεταξύ, έχοντας επιστρέψει και εγώ στην πόλη μας από το 1992, και υπηρετώντας το Σύλλογο ως εκλεγμένο μέλος του όλα αυτά τα χρόνια, διαπίστωσα με μεγάλη μου χαρά, ότι έχουν επιστρέψει  από το Σύλλογο Θηβών και άλλοι Τρικαλινοί συνάδελφοί μας, φίλοι και συνεργάτες και έχουν δώσει στον εδώ Σύλλογο, νέα ώθηση σε πολλές δράσεις του και κυρίως στην αθλητική του ομάδα.
Υπήρχε όμως πεδίο λαμπρό και για κάτι καινούριο, στη σημαντική κατά τ’ άλλα παρουσία των δασκάλων, στο χώρο της τέχνης στην πόλη. Και αυτό το κάτι δε θ’ αργούσε και πολύ.
Με τον ερχομό και του Νίκου, αρχίζει η συζήτηση και ο οραματισμός του στησίματος μιας  καλλιτεχνικής μουσικής ομάδας υπό την αιγίδα του Συλλόγου Δ/Ν Τρικάλων.
Στις συζητήσεις μας καταπιανόμαστε με όλα όσα ως τότε μου είναι γνωστά και αφορούν στις μουσικές γνώσεις συναδέλφων όπως: του Λεωνίδα Πλαστάρα, συγγραφέα των γνωστών σχολικών βιβλίων μουσικής και δεξιοτέχνη στα πλήκτρα, του γνήσιου ερμηνευτή παραδοσιακών, αλλά και λαΐκών τραγουδιών Νίκου Πούλιου και άριστου γνώστη τόσο του μπουζουκιού, όσο και του κλαρίνου και φυσικά του επίσης πολυτάλαντου Αλέξανδρου  Κόφφα, άριστου κιθαρίστα, ερμηνευτή και συνθέτη. Συζητάμε, οραματιζόμαστε και σχεδιάζουμε.
Και να που δεν αργεί να προχωρήσει στην υλοποίηση του όλου σχεδιασμού.
Σαν έτοιμος από καιρό, γνωρίζει τον Αλέξανδρο Κόφφα και οι δυο τους συνδέονται με απέραντη εκτίμηση και  δυνατή φιλία. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τον άλλο ανεκτίμητο φίλο, τον Νίκο Πούλιο. Ο Λεωνίδας Πλαστάρας, γίνεται γρήγορα ο τρίτος πολύτιμος φίλος του σχήματος. Τα πράγματα τώρα γίνονται ακόμα πιο εύκολα. Ο σχεδιασμός πήρε, θα λέγαμε, σάρκα και οστά.
Στο κέντρο ‘’Δάμων και Φιντίας’’ γίνεται η πρώτη δοκιμή του σχήματος. Ακολουθούν και άλλες εμφανίσεις,  που ενδυναμώνουν κάθε φορά και περισσότερο το εγχείρημα. Λίγο αργότερα και με την αμέριστη στήριξη του Συλλόγου, η μουσική ομάδα απογειώνεται.
Πραγματοποιούνται εξαιρετικές εμφανίσεις  σε σημαντικές εκδηλώσεις. Η πρώτη ήταν αφιερωμένη στους Τρικαλινούς δημιουργούς Τσιτσάνη, Καλδάρα, Βίρβο, Σαμολαδά. Δεν άργησαν να προγραμματιστούν και να ακολουθήσουν και οι επόμενες. Στον Μίκη Θεοδωράκη, στον Μάνο Χατζιδάκι, στον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Η Δέσποινα και άλλες σημαντικές φωνές συναδέλφων εκπαιδευτικών, χάρισαν με τις ερμηνείες τους ανεπανάληπτες στιγμές στο κοινό και συντέλεσαν τα μέγιστα στην επιτυχία και καταξίωση της μουσικής ομάδας.
Ο Νίκος ένιωθε μεγάλη ικανοποίηση στο τέλος κάθε εκδήλωσης. Η χαρά ήταν έκδηλα ζωγραφισμένη  στο πρόσωπό του. Εισέπραττε την επιτυχία των εκδηλώσεων αυτών,  ως επιβράβευση της ανεκτίμητης προσφοράς των εκπαιδευτικών στις πολυεπίπεδες ανάγκες της πόλης και όχι μόνο στα στενά πλαίσια του εκπαιδευτικού τους έργου.
Όταν είχε χρόνο και έμπνευση καταπιανόταν με τις άλλες αγαπημένες ενασχολήσεις του: την ποίηση, το στίχο και τη σύνθεση. Στο σημείο αυτό δεν θα ήταν σωστό να μην εξάρω  τη θαυμάσια ενέργεια του πολύτιμου κοινού φίλου, Αλέξανδρου Κόφφα, ο οποίος γνωρίζοντας πολύ καλά και αυτή την καλλιτεχνική πλευρά του, ξεχώρισε κάποια ποιήματα και μελοποιώντας τα, τα συμπεριέλαβε στο γνωστό cd του, με τίτλο «Ακουσμάτων Απόσταγμα».
Αυτός ήταν ο Νίκος. Την καλλιτεχνία την είχε μέσα του. Η μουσική ήταν γι’ αυτόν άσκηση μοναξιάς και σιωπής. Με τα οργανάκια στα χέρια του, προσπαθούσε να κατανοεί πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις, ώσπου μέστωνε μέσα του εκείνο που είχε να πει. Κι όταν το κατάφερνε, το μοίραζε σ’ όλους με νότες και ρυθμούς. Πίστευε πάντα πως το μεγάλο κοινό, αυτό που απλά λέμε λαό, μπορεί να επικοινωνήσει με την τέχνη. Πίστευε πως η τέχνη, με την όποια μορφή της, μπορεί να συμφιλιώνει τους ανθρώπους, κρούοντας τις πιο ευαίσθητες, τις πιο αμόλυντες χορδές της ψυχής τους.
Όμως όλοι μας γνωρίζουμε κάτι πολύ σκληρό. Καλλιτέχνης και τέχνη, χωρίζονται κάποτε μοιραία. Κι είναι ακόμα πιο σκληρό όταν χωρίζονται πρόωρα.
Ο καλλιτέχνης πεθαίνει και το έργο αρχίζει να ταξιδεύει στο χρόνο.
Πάνω σ’ αυτό το έργο, η καινούρια εποχή προβάλλει το δικό της δράμα, τη δική της αγωνία, τη δική της αισθητική.
Το έργο γίνεται παλίμψηστο, παραμένοντας ωστόσο δεκτικό για μια ακόμα γραφή.
Τη δική μας.
ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΓΑΛΗΝΙΑ ΑΝΑΠΑΥΜΕΝΟΣ ΦΙΛΕ ΜΑΣ ΝΙΚΟ



1 σχόλιο:

  1. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΑΠΟ ΤΑ ΤΡΙΣΒΑΘΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΣΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΣΟΥ!
    ΞΕΤΥΛΙΞΕΣ ΤΟ ΚΟΥΒΑΡΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ ΜΕ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ.ΝΑ'ΣΑΙ ΠΑΝΤΑ ΚΑΛΑ ,ΦΙΛΕ ΓΙΩΡΓΟ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή