Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Ωδή στον παλαίμαχο δάσκαλο


Συνάδελφοι σαν έφτιαξε
ο Θεός αυτή την πλάση,
κάθισε όπως ξέρετε
μετά να ξαποστάσει.

Κοίταξε το στερέωμα,
τα αστέρια το φεγγάρι
και έπειτα στον Παράδεισο
το ταιριαστό ζευγάρι.

Ο Αδάμ και η Εύα ήτανε
του Παραδείσου αφέντες,
μα ο Διάβολος τους ζήλεψε
και έβαλε κουβέντες.

Κι απ’ τα πολλά μπερδεύτηκαν
και βούλιαξαν στο πάθος.
Το μήλο με όρεξη έφαγαν
και έγινε το λάθος.

Έτσι ο Θεός ο δίκαιος
το λόγο πράξη κάνει.
Έξω από τον Παράδεισο
Αδάμ και Εύα βγάνει.

Διωγμένος έτσι ο Αδάμ,
φτάνει στη γη εδώ κάτου,
ξωπίσω τον ακολουθεί
η ένοχη κυρά του.

Τα πράγματα ήταν δύσκολα
σε τούτο δω τον τόπο,
ότι και αν χρειάζονταν
το έπαιρναν με κόπο.

Όλη τη μέρα δούλευαν
έως αργά το βράδυ.
Δεν έμενε ίχνος όρεξης
ούτε καιρός για χάδι.

Μα ο Θεός τους το ‘χε πει
πως πρέπει να αυξηθούνε.
Είχαν για αυτό ευλογηθεί.
Δεν έπρεπε να αργούνε.

Την εντολή εφαρμόζοντας
έφτιαξαν τα παιδιά τους
κι εχάθη ευθύς η μοναξιά
και η ανασφάλειά τους.

Μα τα παιδιά μεγάλωσαν,
φτιάξαν παιδιά δικά τους.
Έτσι χωρίς να αντιληφθούν,
βρήκανε τον μπελά τους.

Γιατί μόλις μεγάλωναν,
γίνονταν άλλο πράγμα
κι άμα μαζεύονταν πολλά,
αποτελούσαν χάβρα.

Άλλα έσκουζαν, άλλα έκλαιγαν,
άλλα ζητούσαν γάλα,
γέμισε η ανθρωπότητα
προβλήματα μεγάλα.

Ένας τα μάλωνε από ‘δώ,
άλλος τα νοθετούσε,
τέλος φωνάξαν το Θεό
μήπως και βοηθούσε.

Ήρθε ο Θεός και σάστισε
απ’ την τεκνογονία,
τους είχε δώσει άλλωστε
τη θεϊκή ευλογία.

Ήρθαν κοντά του οι γονείς,
είπαν το πρόβλημά τους
και απλώνοντας τα χέρια τους
του δείξαν τα παιδιά τους.

Παιδάκια τρέχανε παντού,
άλλα κυλιούνταν κάτω,
μάνες τα κυνηγούσανε
με ένα αυγό στο πιάτο.

Κάποια πετροβολούσανε
κι άλλα αισχρολογούσαν
και μερικά μ’ ένα ραβδί
περαστικούς χτυπούσαν.

Έκοβαν φούρκες δίχαλες
και φτιάχνανε σφεντόνες
και σημαδεύαν τις γριές
όταν τις βρίσκαν μόνες.

Κλέβαν κεράσια φανερά
και στα κρυφά το μέλι.
Σταφύλια «προμηθεύονταν»
απ’ του παπά τ’ αμπέλι.

Αυτά δεν ήτανε παιδιά,
ήταν σωστά θηρία
κι ήταν για τον Πανάγαθο
οδυνηρή εμπειρία.

Λυπήθηκε ο φιλεύσπλαχνος
το δράμα των γονέων
και ευθύς αμέσως έλυσε
το πρόβλημα των νέων.

Είπε και έχτισαν σχολειά,
κουβάλησαν ξυλεία
και σκάρωσαν οι μαραγκοί
διθέσια θρανία.

Και αφού όλα έγιναν καλά
με τρόπο έναν ή άλλον,
έβγαλε μια προκήρυξη
για πρόσληψη δασκάλων.

Ήρθαν λεβέντες νεαροί
και κοπελιές λουλούδια,
έγραψαν τεστ στη μόρφωση
κι είπαν και δυο τραγούδια.

Στο τέλος όσοι πέτυχαν,
δάσκαλοι και δασκάλες,
άρχισαν την εκπαίδευση
χωρίς κουβέντες άλλες.

Έμαθαν για τον έπαινο
και για την τιμωρία,
εγνώρισαν τον πίνακα,
μα και την κιμωλία.

Αυτοί ήταν η πρώτη κύριοι
«Ακαδημία Δασκάλων»,
που ανέλαβε τη μόρφωση
με ενθουσιασμό μεγάλον.

Σκορπίστηκαν οι δάσκαλοι
στης γης την κάθε άκρη,
ανέλαβαν το έργο τους
με πόνο και με δάκρυ.

Και στην Ελλάδα έφτασαν
οι πρώτοι φωτοδότες,
ήρθανε και στα Τρίκαλα
οι αποστολές οι πρώτες.


Όσοι πήγαν στα ορεινά
πάνω απ’ τη Μεσοχώρα,
κάθε στιγμούλα έλεγαν
«ανάθεμα την ώρα».

Ήτανε μάλιστα αρκετοί
που ‘χανε φτάσει χώρια,
μα γρήγορα ζευγάρωσαν
να φύγει η στενοχώρια.

Στα καμποχώρια οι τυχεροί
καλύτερα περνούσαν,
μα τα κουνούπια ήταν πολλά
και τους ταλαιπωρούσαν.

Η υγρασία αφόρητη,
τα κόκκαλα πονούσαν
και όλους οι ρευματισμοί
συχνά τους ενοχλούσαν.

Έτσι ποιος ήταν τυχερός,
ποιος άτυχος δεν ξέρω,
πάντως αυτούς που άντεξαν
τους βγάζω το κάπελο.

Γιατί θέλει και δύναμη
και κότσια δίχως άλλο,
να τρως κονσέρβες στο βουνό
και τραχανά στον κάμπο.

Ας δούμε όμως τι γίνεται
με τα παιδιά αλήθεια.
Βαστάνε το «αντάρτικο»
ή άλλαξαν συνήθεια;  

Απλώθηκε λοιπόν παντού
μεγάλη ησυχία.
Γατούλες γίναν ήμερες
τα άτακτα θηρία.

Χτένιζαν τα μαλλάκια τους,
φορούσαν και ποδίτσα,
ασχέτως φύλλου βέβαια,
αγόρια και κορίτσια.

Πρωί απόγευμα σχολειό
χωρίς να ξαποστάσει,
έπρεπε κάθε μαθητής
στους στόχους του να φτάσει.


Οι στόχοι ήταν υψηλοί
κι οι έρμοι οι δασκάλοι,
φεύγαν με πονοκέφαλο
απ’ το σχολειό και ζάλη.

Δάσκαλος κι εκατό παιδιά
ήταν η αναλογία.
Σχολεία μονοθέσια
και βόηθα Παναγία.

Έτσι για να ‘ναι δίκαια
τα πράγματα και ίσα,
έκανε την εμφάνιση
και μια βέργα κρανίσια.

Άλλη προβάλλει κεντητή,
άλλη ξεφλουδισμένη,
άλλη κοντή, άλλη χοντρή,
κι άλλη ψιλοφτιαγμένη.

«Άμα τη εμφανίσει της»
βασίλευε η ησυχία
και δούλευε ο δάσκαλος
με τάξη και ηρεμία.

Δούλευε σαν να έπαιρνε
βασιλικό ρεγάλο
κι ας είχε απ’ το μισθό ο φτωχός
παράπονο μεγάλο.

Οι τρεις κι εξήντα που ΄παιρνε
του προξενούσαν θλίψη,
μα που αυτί υπεύθυνο
για αυτόν, να ‘ρθει να σκύψει.

Μα όλα αυτά οι δάσκαλοι
τα πάλευαν με θάρρος.
Εκείνο που τους έτρωγε
ήτανε πόνος άλλος.

Ήταν οι επιθεωρητές
που έρχονταν με ύφος
και ήταν οι προθέσεις τους
ένας μεγάλος γρίφος.

Και ενώ σε βρίσκαν μια χαρά
και εγκώμιο σου ‘χαν πλέξει,
αντί πενήντα έκθεση
σου βάζαν τριανταέξι.


Κι αγάλι αγάλι να ανεβείς
την έκθεση να φτιάξεις,
κατάφερες της σύνταξης
το τρένο να προφτάσεις.

Και να σου σήμερα εδώ
με τόσους στην παρέα,
θυμάσαι τόσα απ’ τα παλιά
και τα περνάς ωραία.

Θυμάσαι το ξεκίνημα,
της νιότης σου το σφρίγος,
το ξέρω απ’ τη συγκίνηση
γλυκό σε πιάνει ρίγος.

Πάλεψες δάσκαλε πολύ,
υπήρξες ένας φάρος,
η θέληση δεν σου ‘λειψε,
περίσσεψε το θάρρος.

Μέσα απ’ της γνώσης τα στενά,
τις λιγοστές αράδες,
τη νιότη την οδήγησες
μακριά από συμπληγάδες.

Κι αν σήμερα εμείς εδώ
το δάσκαλο τιμούμε,
είναι για να του πούμε απλά
πόσο τον αγαπούμε.

Και κλείνοντας θα ήθελα
να σας θυμίσω πως,
ετούτο το τετράστιχο
να λέτε διαρκώς.

Κι αν έχει ασπρίσει η σκεπή
τίποτα αυτό δε λέει.
Απ’ έξω είναι ο χιονιάς,
το τζάκι μέσα καίει. 

Τρίκαλα (27-5-1999)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου